Η εκπαιδευτική πολιτική των διεθνών οργανισμών

Η εκπαιδευτική πολιτική των διεθνών οργανισμών

Παγκόσμιες και ευρωπαϊκές διαστάσεις

Εκδότης: Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός

Κατάστημα: €26.60
Apcer
Web: €23.41
Ποσότητα
Προσωρινά μη διαθέσιμο ( 1-3 εβδομάδες)
Περιγραφή
Χαρακτηριστικά
Σχόλια Χρηστών

Το ενδιαφέρον των Διεθνών Οργανισμών για την εκπαίδευση εμφανίζεται αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με την ίδρυση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και της UNESCO. Αρχικά η εκπαίδευση συνδυάστηκε με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 η εκπαίδευση συνδυάζεται με τις ανάγκες προώθησης και ανάπτυξης της τεχνολογίας, στα πλαίσια του ψυχροπολεμικού στρατιωτικού ανταγωνισμού και του ενδιαφέροντος για την κατάκτηση του διαστήματος. Ιδιαίτερο ρόλο στην Ευρώπη θα παίξουν στον τομέα αυτόν ο ΟΕΟΣ, που μετεξελίχτηκε στον σημερινό ΟΟΣΑ, το Συμβούλιο της Ευρώπης και αργότερα η ΕΟΚ. Η μεγάλη στροφή στην δραστηριοποίηση των Διεθνών Οργανισμών σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο θα σημειωθεί το 1990, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Στα μέσα της δεκαετίας αυτής, το 1996, θα συνειδητοποιηθεί η μετεξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας και η εμφάνιση και κατίσχυση ενός νέου κοινωνιακού τύπου, ο οποίος στην Ευρώπη θα προβληθεί με τον όρο κοινωνία της γνώσης και με κύριο χαρακτηριστικό της την τεχνολογία της πληροφορικής και των επικοινωνιών. Ο νέος αυτός τύπος κοινωνίας θα οδηγήσει ταχύτατα στην κατάλυση των ορίων του χρόνου και της απόστασης και στην ταχύτατη ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και των τρόπων ζωής. Θα προσδώσει στις κοινωνίες ένα ρευστό και καλειδοσκοπικό χαρακτήρα, θα αποδυναμώσει την έννοια του εθνικού κράτους, θα οδηγήσει σε ευρύτερες περιφερειακές συσπειρώσεις και συνεργασίες, θα αναγάγει την εκπαίδευση σε στρατηγικής σημασίας παράγοντα διεθνούς ανταγωνισμού και επιβίωσης και θα οδηγήσει σε δύο ιδιαίτερα σημαντικές μεταβολές. Η πρώτη είναι η ανατροπή της έννοιας της γνώσης ως «κτήμα ες αεί» και διακριτικό στοιχείο κοινωνικής του διαφοροποίησης. Η γνώση θα αναχθεί τώρα σε ατομική ικανότητα, σε εργαλείο και σε αναλώσιμο αγαθό. Η δεύτερη συνίσταται στην προβολή της έννοιας της διαβίου μάθησης ως κεντρικής αρχής οργάνωσης της εκπαίδευσης και του ατομικού βίου. Η έννοια της διαβίου μάθησης οδηγεί στην μετατόπιση του βάρους της εκπαίδευσης από την ομαδοποιημένη προσφορά στην εξατομικευμένη ζήτηση εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Στην βιομηχανική κοινωνία η οργάνωση του εθνικού συστήματος παιδείας σε τρία στεγανά και διαβαθμισμένα επίπεδα ανταποκρίνονταν στις γνωστικές ανάγκες των τριών τομέων της παραγωγής (γεωργία, μεταποίηση, υπηρεσίες) και της αντίστοιχης τριμερούς ταξικής οργάνωσης της κοινωνίας. Η ενοποιημένη έννοια της εκπαίδευσης που χαρακτηρίζει την κοινωνία της γνώσης οδηγεί στην τάση επέκτασης της εκπαιδευτικής λειτουργίας της κοινωνίας της γνώσης προς τα κάτω, με την επέκταση της βρεφονηπιακής μέριμνας και της προσχολικής αγωγής, και προς τα πάνω με την επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης προς τον δεύτερο κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι καταργεί τα κοινωνικά και γνωστικά στεγανά και οδηγεί προς την δημιουργία ενός ευρύτερου ενιαίου μετα-υποχρεωτικού σπονδυλωτού συστήματος εκπαιδευτικών υπηρεσιών που εξασφαλίζει την "απασχολησιμότητα" των ατόμων, περιορίζει τους κινδύνους του "κοινωνικού αποκλεισμού" και διευκολύνει την συνεχή γεωγραφική και κοινωνική κινητικότητά τους και την αέναη προσαρμογή τους στην ρευστότητα της κοινωνικής δομής και οργάνωσης, η οποία ανάγεται από μορφή κοινωνικής παθολογίας σε μορφή κανονικότητας.